Η Θράκη, κατά πανάρχαια μυθική παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Σειρήνας Παρθενόπης. Είχε αδελφή την Ευρώπη και ετεροθαλείς αδελφές την Ασία και την Λιβύη, που είχαν μητέρα την Πομφολύγια. Σύμφωνα με άλλο μύθο η Θράκη ήταν μητέρα του Βιθυνού από τον Δία, του Δόλογκου από τον Κρόνο, του Τριήρου από τον Ομβριάρεω και του Ίσμαρου από τον Αρη. Με την εκδοχή αυτή εξηγείται και το γεγονός ότι οι Βιθυνοί, οι Δόλογκοι και οι Τριήρες αναγνωρίζονται ως φύλα θρακικά.
Ο Αρριανός αποδίδει το όνομα Θράκη σε ομώνυμη νύμφη, ο δε Στέφανος ο Βυζάντιος, στα «Περί δήμων και κοινοτήτων» (σ. 312, 313), αναφέρει ότι η ονομασία προέρχεται «από Θρακός βασιλέως, του πάλαι εν αυτή τελευτήσαντος, ή από νύμφης Τιτανίδος αφ’ ής και Κρόνου Δόλογκοι».
Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα, το όνομα Θράκη έχει συμβολική σημασία και σημαίνει τον τόπο της αγνής διδασκαλίας και της ιερής ποίησης – προέρχεται, ίσως, από την λέξη θρησκεία. Κατά μία άλλη εκδοχή, η Θράκη οφείλει την ονομασία της στο τραχύ κλίμα της, προέρχεται από την λέξη τραχεία.
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος διέσωσε και την έκφραση του Εκαταίου (549-476 π.Χ.): «Ελλήνων Θρηίκων». Ο αρχαίος λαογράφος και φιλόσοφος προσδιορίζει, έτσι, πριν από διόμισι χιλιετίες, την ιστορική φυσιογνωμία και τον εθνολογικό χαρακτήρα των Θρακών. Η Θράκη αναφέρεται και ως Αρία, αφού, κατά τον Ευριπίδη, υπήρξε «Αρεως οικητήριον». Με την συμβολική αυτή ονομασία συνδέεται και η επί πολλούς αιώνες φήμη των Θρακών ως λαού ευψύχου και πολεμοχαρούς. Ο Ευριπίδης ονομάζει τους Θράκες «δυσμαχωτάτους». («Θυμώ ζέοντι Θρηκί δυσμαχωτάτω» – Εκάβη, 1055) και ο Πολυμήστωρ, βασιλιάς της Θράκης, τους χαρακτηρίζει ως «λογχοφόρον ένοπλον, εύιππον, Αρει κάτοχον γένος» (Ευριπίδου Εκάβη 1089-90). Τέλος, ο Θουκυδίδης αναφέρει: «Το γάρ γένος των Θρακών… αν θαρσήση φονικώτατον εστί».
Μυθολογία
Η Θράκη είναι χώρα του μύθου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αρχαία μυθική παράδοση θέλει τον «πατέρα των Θεών και των ανθρώπων», τον Δία, ή, κατ’ άλλους, τον Ποσειδώνα, να κάθεται στην κορυφή βουνού της Σαμοθράκης – προφανώς στο σημερινό Φεγγάρι που έχει ύψος 1.664 μ. – και από εκεί να παρακολουθεί την εξέλιξη των μαχών κατά τον Τρωϊκό Πόλεμο:
«Θαυμάζων ήστο πτόλεμόν τε μάχην τε
υψού επ’ ακροτάτης κορυφής Σάμου υληέσσης
Θρηικίης· ένθεν γάρ εφαίνετο πάσα μέν Ίδη
φαίνετο δε Πριάμοιο πόλις και νήες Αχαιών». (Ομήρου Ιλιάς, Ν, 11-14).
Οι Θεοί του Ολύμπου ήταν χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις: σ’ αυτούς που ήταν υπέρ των Αχαιών και σ’ εκείνους που, όπως ο εθνικός θεός των Θρακών, ο Αρης, υποστήριζαν τους Τρώες –οι τελευταίοι είχαν συμμάχους και τους Θρακοφρύγες. Θα μπορούσε, λοιπόν, να θεωρηθεί τολμηρή μέν αλλά όχι αυθαίρετη η διατυπούμενη από πολλούς άποψη ότι ο Τρωϊκός Πόλεμος δεν ήταν παρά ένας εμφύλιος πόλεμος, κατά τον οποίο και τα δύο αντιμαχόμενα μέρη επιδείκνυαν την ίδια ευψυχία αλλά και την ίδια προσήλωση στο ήθος και στην πολεμική εντιμότητα – αρετές που, με ιστορική μοναδικότητα, χαρακτήριζαν το γένος των Ελλήνων. Είναι καταφανής ο πρωταγωνιστικός ρόλος που διαδραμάτισαν τα θρακικά φύλα στην διαμόρφωση της ελληνικής μυθολογίας. Οι αρχαίες μυθικές παραδόσεις ανάμεσα στους Θράκες και τους υπόλοιπους Έλληνες είναι αμφίδρομες και διαπλεκόμενες.
Η θρησκεία των αρχαίων Θρακών
Η θρησκεία των αρχαίων Θρακών θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα από τα κεφάλαια της θρακικής μυθολογίας. Έτσι η Θράκη, που υπήρξε η κατεξοχήν δημιουργός του δικού της αρχαίου μύθου, φυσικό ήταν ν’ αναπτύξει και τις δικές της λατρευτικές ιδιαιτερότητες, στο βασικό πλαίσιο πάντοτε του ελληνικού δωδεκάθεου που είχε διαδοθεί ευρύτατα ανάμεσα στους Θράκες .
Πολλοί αρχαίοι θεοί έπαιρναν θρακικά ονόματα, που προέρχονταν είτε από την ιδιότητά τους, είτε από τοπωνύμια (ο Απόλλων, για παράδειγμα, ονομαζόταν και Βεργουλεινός, Αυταρκεινός, Ζηρίνθιος και Δορταζηνός).
Τα λατρευτικά θρακικά πρότυπα ήταν ολιγάριθμα, σε σύγκριση προς την πολυθεΐα των άλλων Ελλήνων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αναθηματικές επιγραφές που μαρτυρούν την λατρεία του Δία και της Ήρας (πού λεγόταν και Ρησκινθίς) στην άνω κοιλάδα του Έβρου και ιδιαίτερως στην περιοχή της Φιλιππούπολης. Η λατρεία των δύο μεγάλων θεών έχει επισημανθεί και σε άλλες περιοχές της νότιας Θράκης, στην δε Κομοτηνή βρέθηκαν ανάλογες αναθηματικές επιγραφές. Στην βόρεια Θράκη βρέθηκαν και νομίσματα από την Μαρκιανούπολη, που μαρτυρούν την λατρεία των ίδιων θεών.
Ο Αρης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο εθνικός θεός των Θρακών. Τον ονόμαζαν και Οδρύσιο και πίστευαν ότι η περιοχή τους ήταν το «προσφιλές ενδιαίτημά» του. Άλλωστε η Θράκη ονομαζόταν και Αρία, προς τιμήν του, αλλά και για να υποδηλωθεί το φιλοπόλεμο των λατρευτών του.
Μεγάλη διάδοση είχε και η λατρεία της Αρτεμης με την επωνυμία Βενδίς και του Ερμή, που τον λάτρευαν κυρίως οι βασιλείς –ορκίζονταν στο όνομά του και έλεγαν ότι κατάγονταν απ’ αυτόν. Στην Φιλιππούπολη και αλλού τελούσαν αγώνες προς τιμήν του θεού και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «Αγώνιο».
Η λατρεία του Απόλλωνα συνδυαζόταν με την τέλεση γυμνικών αγώνων, τόσο στις αγροτικές περιοχές όσο και στις μεγάλες πόλεις. Ήταν τα λεγόμενα Πύθια και Κενδρείσια. Στην ενδοχώρα λατρευόταν και ο Ασκληπιός.
Γνησιότατος, όμως Θρακιώτης θεός ήταν ο Διόνυσος, του οποίου η λατρεία γεννήθηκε μέσα στις πεδιάδες της Θράκης, για ν’ αποτελέσει, αργότερα, ένα από τα παλαιότερα μυστήρια της ελληνικής αρχαιότητας. Θεός του κρασιού, της ευφορίας και της γονιμότητας χάρισε στους ανθρώπους τον «κάλλιστον οίνον», τον επονομασθέντα και «χάρμα βροτοίσι» ή «Λύσιον», χάρη στις γευστικές, θεραπευτικές και λοιπές ιδιότητές του.
Οι Σαμοθράκες τελούσαν και αυτοί τα μυστήριά τους. Όμως, σε αντίθεση προς τους Ελευσίνιους και τους άλλους Έλληνες, είχαν το Ιερό των Μεγάλων Θεών ανοικτό και σε κάθε αμύητο επισκέπτη.
Οι θεοί της Σαμοθράκης αναφέρονται συχνότατα από αρχαίους συγγραφείς με το όνομα Κάβειροι. Ο όρος αυτός δεν εμφανίστηκε, μέχρι σήμερα, στις επιγραφές της Σαμοθράκης, όπου κυριαρχεί το όνομα Μεγάλοι Θεοί. Σε ένα μόνο γραπτό φιλολογικό κείμενο της ελληνιστικής περιόδου αναφέρονται τα ονόματα των Καβείρων (Αξίερος, Αξιόκερσα, Αξιόκερσος, Κασμίλος) που ίσως είναι τα μυστικά ονόματα των Μεγάλων Θεών και αντιστοιχούν στην Δήμητρα, την Περσεφόνη, τον Άδη και τον Ερμή.
Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των μυστηρίων των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης ήταν ότι σ’ αυτά μπορούσαν να μυηθούν όλοι, ακόμα και άνθρωποι ξένων εθνικοτήτων, ακόμα και δούλοι.
Οι Θράκες πίστευαν στην αθανασία, γι’ αυτό έκτιζαν τύμβους και τελούσαν επιτάφιους αγώνες. Η περιφρόνηση προς τον θάνατο ήταν από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους. Με αυτήν συνδέεται και η γενναιότητα που επιδείκνυαν στους πολέμους.
Ο Πομπώνιος Μέλας (βιβλ. Β΄, 18-20) σημειώνει ότι η αδιαφορία προς την ζωή οφειλόταν σε διάφορες δοξασίες. Αλλοι πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών θα ξαναζήσουν, άλλοι ότι, κι αν δεν ξαναζήσουν, δεν θα εκμηδενιστούν, αλλά μεταβαίνουν σε καλύτερη ζωή και άλλοι, τέλος, ότι πεθαίνουν μέν, αλλά ο θάνατος είναι προτιμότερος από την ζωή.
Ο πολιτισμός των Θρακών
Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους Θράκες υπέρτερους και στον πολιτισμό. Ήταν οι πρώτοι διδάξαντες την λατρεία των Μουσών, την καλλιέργεια της γής, την οχύρωση των πόλεων, τους κανόνες της πολεμικής τέχνης, την κατασκευή έντεχνων όπλων κ.ά. Από την άλλη πλευρά, οι Θράκες ωφελήθηκαν από το αθηναϊκό μεγαλείο, από τον μυκηναϊκό πολιτισμό και από τα διδάγματα των κλασικών και των φιλοσόφων.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η πολιτισμική προσφορά ανάμεσα στους Θράκες και τους υπόλοιπους Έλληνες υπήρξε αμφίδρομη.
Από τους μυθικούς ακόμα χρόνους είχαν αναδειχθεί στην Θράκη θρυλικοί μουσουργοί και ποιητές. Ο περίφημος Ορφέας δεν ήταν μόνο τραγουδιστής, ήταν και φιλόσοφος, καθώς και εισηγητής μυστηριακών τελετών, στις οποίες αποδίδεται και η σύσταση των ελευσίνιων μυστηρίων. Ο Οράτιος τον ονομάζει διερμηνέα των Θεών («Sacer interpresque Deorum»).
Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο Ορφέας ήταν αοιδός ιερέας, μάντης και πατέρας όλων των αοιδών:
«Εξ Απόλλωνος δε φορμιγκτάς αοιδάς πατήρ
έμολεν ευκίνητος Ορφεύς» (Πύθια, Δ, 176).
Κατά την μυθική παράδοση, ο Ορφέας πήρε την επτάχορδη λύρα του Απόλλωνα, πρόσθεσε άλλες δύο χορδές και την έκανε εννιάχορδη. Με τη λύρα αυτή σαγήνευε τα άγρια θηρία, κινούσε πέτρες, έκανε τα ποτάμια να σταματούν τον ρού τους και τα δέντρα να κλίνουν τις κορυφές τους για ν’ ακούν την μελωδία του. Ο Ορφέας ήταν το σύμβολο της μουσικής καλλιέργειας και της ποίησης.
Τεράστια ήταν, επίσης, η πολιτισμική προσφορά του Μουσαίου και του Εύμολπου, γιού του Ποσειδώνα και της Χιόνης, που συντέλεσαν στην καθιέρωση των ελευσίνιων μυστηρίων, του Θάμυρη, περίφημου υμνωδού και ποιητή («Μούσαι αντόμεναι Θάμυριν τον Θράκα» – Ομήρου Ιλιάς, Β, 594-595), του Λίνου και άλλων. Λέγεται ότι στο Μουσαίο παρέδωσαν οι Μούσες την λύρα του Ορφέα.
Για τον πολιτισμό των Θρακών σώζονται αναφορές του Ομήρου, του Ησίοδου, του Αρχίλοχου, του Τυρταίου, του Αλκαίου, του Πινδάρου, των μεγάλων τραγικών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, του Αριστοφάνη κ.ά. Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης – γιός του Ολόρου, απογόνου του ομώνυμου Θράκα βασιλιά– και οι νεότεροι, Ξενοφών, Αρριανός και Στράβων, γνώρισαν την Θράκη και έγραψαν γι’ αυτήν.
Θρακιώτες ήταν ο Δημόκριτος, ερευνητής και εισηγητής της ατομικής θεωρίας, ο Λεύκιππος, φιλόσοφος και ατομικός ερευνητής, ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο γιατρός Ηρόδικος, ο αγγειογράφος Βρύγος, ο Σπαρόδουκος, που έκοψε τα πρώτα θρακοελληνικά νομίσματα, ο φιλόσοφος Εκαταίος ο Αβδηρίτης, ο Ανακρέων, ο Σαμόθραξ Αρίσταρχος, ο Θράξ Διονύσιος, ο Ευμένης, ο Ιερώνυμος, ο αρχιγραμματέας του Μ. Αλεξάνδρου, Καρδιανός, ο εκδότης και βιβλιοθηκάριος της Αλεξάνδρειας, Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο μυθογράφος Αίσωπος και πολλοί άλλοι.
Θρακιώτισσα ήταν και η μητέρα του Θεμιστοκλή, όπως επιγραμματικά αναφέρει ο Πλούταρχος:
Κόρη του βασιλιά της Θράκης Ολόρου, ήταν η Ηγησιπύλη, σύζυγος του Μιλτιάδη και μητέρα του Κίμωνα.
Αλλά και στην νεότερη εποχή σημαντική είναι η προσφορά των Θρακών στα ελληνικά γράμματα. Ενδεικτικά αναφέρονται ο ποιητής και ηθογράφος Γεώργιος Βιζυηνός (1848-1894), από την Βιζύη της Ανατολικής Θράκης (Ο Τελευταίος Παλαιολόγος, Το Αμάρτημα της Μητρός μου) καθώς και άλλοι αξιόλογοι άνθρωποι του πνεύματος, όπως οι Αριστοτέλης Κουρτίδης, Ιωσήφ Ραυτόπουλος, Θανάσης Κατραπάνης, Μυρτίλος Αποστολίδης, Ηρακλής Αποστολίδης, Νικόλαος Ποριώτης, Κώστας Βάρναλης, Κλέων Παράσχος, Αργης Κόρακας, Στίλπων Κυριακίδης, Κωνσταντίνος Θαλλίδης.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Στράβωνος (1, 3, 17) στην Θράκη, ως εστία πολιτισμού, ο οποίος μεταλαμπαδεύτηκε όχι μόνο στην λοιπή Ελλάδα αλλά και έως τα βάθη της Ασίας: «Οι τε επιμεληθέντες της αρχαίας μουσικής Θράκες λέγονται, Ορφεύς τε Μουσσαίος και Θάμυρις και τώ Ευμόλπω δε τούνομα ενθένδε και οι τώ Διονύσω την Ασίαν όλην καθιερώσαντες μέχρι της Ινδικής, εκείθεν και την πολλήν μουσικήν μεταφέρουσιν».
Ολόκληρος ο χώρος της αρχαίας Θράκης αποτελεί ενιαία πολιτισμική και ιστορική ενότητα, ενωμένη αδιαίρετα με τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Οι κοινές μυθικές παραδόσεις, τα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών, οι αναδρομές στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων και γενικά ο προϊστορικός και ιστορικός βίος των Θρακών, μαρτυρούν τις κοινές καταβολές, όσο και την κοινή ιστορική φυσιογνωμία τους με τα λοιπά ελληνικά φύλα: «Το όμαιμόν τε και ομόγλωσσον και ομόθρησκον και ομότροπον» (Ηρόδοτος Θ, 144).
Ιστορία
Ο μακρότατος ιστορικός βίος των Ελλήνων Θρηίκων θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: Ζωή και πολιτισμός του προϊστορικού ανθρώπου, αλληλεπίδραση με τον πολιτισμό των Αχαιών-Μυκηναίων, διαμόρφωση και διασπορά των θρακικών φύλων, κοινές καταβολές με τους λοιπούς Έλληνες, μυθολογία, το κράτος των Οδρυσών, η καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας, γραφής και τέχνης, η προσάρτηση στο κράτος του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου, η συμμετοχή των Θρακών στην εκστρατεία του Μακεδόνα στρατηλάτη, Ρωμαϊκοί και Βυζαντινοί Χρόνοι, επιδρομές βαρβάρων, τουρκοκρατία, απελευθέρωση.
Δεν είναι γνωστό πότε ξεκίνησε η ζωή στον χώρο της Θράκης. Στην περιοχή Ορμενίου και Κριού, κοντά στον Έβρο, βρέθηκαν οστά ενός μαστόδοντος, που πρέπει να έζησε πριν από 3 έως 5 εκατομμύρια χρόνια.
Κοντά στους ποταμούς Αρδα και Μακροπόταμο βρέθηκαν λίθινα εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής, ενώ σημαντικά ευρήματα της νεολιθικής εποχής αποκαλύφθηκαν στο νεολιθικό οικισμό Παραδαμής, που χρονολογούνται γύρω στην 6η χιλιετία π.Χ. Τα ευρήματα αυτά παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνα γειτονικών νεολιθικών οικισμών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Αργότερα, την εποχή του χαλκού (Πρώϊμη, Μέση και Ύστερη), η Θράκη δέχεται την επίδραση μεγαλύτερων οικισμών, όπως του Βόρειου Αιγαίου, της Λέσβου, της Λήμνου και της Τροίας (3000 έως 1050 π.Χ.).
Γλώσσα και γραφή
Οι Θράκες ανήκουν, γενικά, όπως και οι κάτοικοι του ευρύτερου ελλαδικού χώρου, στην Ινδοευρωπαϊκή φυλή – ο όρος είναι, φυσικά, μεταγενέστερος. Στον Ινδο-ευρωπαϊκό γλωσσικό κορμό ανήκει και η θρακική γλώσσα, που ήταν συγγενής με την γενικότερη ελληνική γλώσσα, δεν υπάρχει, όμως, σε γραπτά κείμενα. Έχουν διασωθεί ελάχιστες επιγραφές στην θρακική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες, σημαντικότερη των οποίων είναι εκείνη του 5ου αιώνα π.Χ. πάνω σε δαχτυλίδι του Εζέροβο· πιθανός κάτοχός του, κατά μία από τις ερμηνείες της επιγραφής, φέρεται ο Ρολιστενέας του Νερενέα.
Ουσιαστικά, η ελληνική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται στον χώρο της Θράκης με τον ελληνικό αποικισμό, τις οικονομικές και πολιτισμικές ανταλλαγές, αλλά και από τις επιγαμίες που ήταν συχνότατες. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους η ελληνική γλώσσα είχε διαδοθεί σε όλη την Θράκη, υπάρχουν δε επιγραφές που μαρτυρούν ότι επί Ρωμαϊκής περιόδου είχε επικρατήσει έως την οροσειρά του Αίμου.
Αποικισμός
Οι οικιστές των ελληνικών αποικιών της Θράκης ήταν, συνήθως, πρόσωπα που στέλνονταν από την μητρόπολη και αποτελούσαν τους κρίκους συνοχής με τις αποικίες. Συχνά, ο οικιστής ετιμάτο ως ήρωας και λατρευόταν ως ημίθεος. (Ηρόδοτος VI, 34-39). Ως τέτοιοι οικιστές αναφέρονται ο Μιλτιάδης, «ο την Χερρόνησον κτίσας», ο Αγνων ο Αθηναίος, που ίδρυσε την Αμφίπολη, ο Βρασίδας, που θυσίασε την ζωή του για την Αμφίπολη και ο μυθικός οικιστής του Βυζαντίου, ο Βύζας. Ο αποικισμός της Θράκης άρχισε από τον 7ο αιώνα π.Χ. με την ίδρυση αποικιών στα θρακικά παράλια. Μερικές από τις πόλεις που ιδρύθηκαν παρουσίασαν μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ακμή, όπως μαρτυρούν τα ανασκαφικά ευρήματα στα Αβδηρα, την Μαρώνεια και την Μεσημβρία. Αλλες αποικίες παρέμειναν πολίσματα ή εμπορικοί σταθμοί.
Οι Οδρύσαι
Σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Θράκης αποτελεί η ίδρυση του Κράτους των Οδρυσσών, μετά τους περσικούς πολέμους (480-460 π.Χ.). Κατά τον Ηρόδοτο (IV, 92) οι Οδρύσσαι κατοικούσαν εκατέρωθεν των παραποτάμων του Έβρου, Αρτισκού (σημερινού Τούνζα) και Εργίνου. Ο Στράβων (VII, 331, 48) αναφέρει ότι Οδρύσσαι καλούνταν οι ανήκοντες στην μεγάλη θρακική φυλή, που κατοικούσε από τον ποταμό Έβρο και την πόλη των Κυψέλων έως την Οδησσό. Ήταν άριστοι ιππείς και πολεμικότατοι. Βασιλείς τους υπήρξαν ο Τήρης, ο Σιτάλκης, ο Αμάδοκος, ο Κερσοβλέπτης, ο Βηρινάδης, ο Σεύθης, ο Κότυς κ.ά.
Ιδρυτής του κράτους των Οδρυσσών ήταν ο Τήρης και διάδοχός του ο γιός του, Σιτάλκης. Μεγάλη πρόοδο γνώρισε το κράτος στα χρόνια του Σεύθη Α΄ (424-415 π.Χ.). Ο Θουκυδίδης αναφέρει σχετικά: «Ώστε επί μέγα η βασιλεία ήλθεν ισχύος». Πρωτεύουσες του κράτους των Οδρυσσών ήταν, σε διάφορες χρονικές περιόδους, η Ουσκουμάδα (σημερινή Αδριανούπολη), τα Κύψελα (Ύψαλα) και η Βιζύη.
Όταν ο Φίλιππος ο Μακεδών έφθασε, σταδιακά, στα Αβδηρα, στην Μαρώνεια, στην Αίνο, στην Πέρινθο, στο Βυζάντιο και στις άλλες πόλεις, κατάφερε, εκστρατεύοντας και κατά των Σκυθών, να εδραιώσει την εξουσία του σε όλη την Θράκη.
Με την μακεδονική κυριαρχία, ο ελληνικός πολιτισμός συνεχίζει ν’ απλώνεται σε όλη την περιοχή, πράγμα που οι Θράκες δέχτηκαν με ενθουσιασμό: έδωσαν ελληνικά ονόματα στα παιδιά τους, στις πόλεις και στα χωριά τους και, κυρίως χρησιμοποιούσαν, πλέον την ελληνική γλώσσα.
Ο βασιλιάς των Οδρυσσών Σιτάλκης (455-424 π.Χ.), ο γιός του Τήρη, έλαβε μέρος, όπως και άλλοι Θράκες, στην εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, με ιππικό, πελταστές και στρατιώτες φέροντες ελαφρύ οπλισμό. Μετά τον θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη, ο Λυσίμαχος έκτισε την νέα πρωτεύουσα του κράτους, την Λυσιμάχεια (309 π.Χ.).
Αργότερα, το 280 π.Χ., η Θράκη, όπως και η Μακεδονία, δοκιμάστηκε από τις επιδρομές των Γαλατών, που κατάφεραν, το 273 π.Χ., να δημιουργήσουν εκεί δικό τους κράτος, με πρωτεύουσα την Τύλη.
Η κατάκτηση της Θράκης από τους Ρωμαίους
Στα χρόνια του Κότυ Β΄, οι Ρωμαίοι επέβαλαν την επικυριαρχία τους στην περιοχή. Κατά την δεύτερη δεκαετία μ.Χ., όταν ο βασιλιάς ήταν ο Κότυς Δ΄, τα ελληνικά γράμματα και οι τέχνες γνώρισαν μεγάλη άνθηση, στην Βιζύη δε, όπου ήταν η αυλή του, συγκεντρώνονταν λόγιοι, ζωγράφοι, μουσικοί, ρήτορες και επιστήμονες.
Η Θράκη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 46 μ.Χ., την χρονιά που ο τελευταίος βασιλιάς της Θράκης, ο Ροιμητάλκης Γ΄ -στον οποίον είχε δώσει τον θρόνο, το 38 μ.Χ., ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καλιγούλας- δολοφονήθηκε από την σύζυγό του. Κατά την ρωμαιοκρατία ολοκληρώθηκε η επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και παιδείας.